- παλαιοθήριο
- (palaeotherium). Γένος ιππιδών περιτοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών, που έχει εκλείψει. Τα π. έμοιαζαν με ταπείρους ως προς το σώμα και το κεφάλι, και με τους ρινόκερους στα δόντια. Είχαν 3 δάκτυλα, από τα οποία το μεσαίο ήταν διαφορετικό, περισσότερο αναπτυγμένο. Απολιθώματά τους βρέθηκαν, σε διάφορα μεγέθη, μέσα σε στρώματα της ηώκαινης και κατώτερης ολιγόκαινης υποδιάπλασης στην Ευρώπη. Σε μουσείο του Παρισιού βρίσκεται ένας πλήρης σκελετός του μεγαλύτερου είδους, του γνωστού ως π. το μέγα, που βρέθηκε στο Βιτρί (Γαλλία).
* * *το(παλαιοζωολ.) απολιθωμένο γένος θηλαστικών που ανήκει στην ομάδα τών περισσοδακτύλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. palaeotherium (< παλαιο-* + θηρίο). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.