παλαιοθήριο

παλαιοθήριο
(palaeotherium). Γένος ιππιδών περιτοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών, που έχει εκλείψει. Τα π. έμοιαζαν με ταπείρους ως προς το σώμα και το κεφάλι, και με τους ρινόκερους στα δόντια. Είχαν 3 δάκτυλα, από τα οποία το μεσαίο ήταν διαφορετικό, περισσότερο αναπτυγμένο. Απολιθώματά τους βρέθηκαν, σε διάφορα μεγέθη, μέσα σε στρώματα της ηώκαινης και κατώτερης ολιγόκαινης υποδιάπλασης στην Ευρώπη. Σε μουσείο του Παρισιού βρίσκεται ένας πλήρης σκελετός του μεγαλύτερου είδους, του γνωστού ως π. το μέγα, που βρέθηκε στο Βιτρί (Γαλλία).
* * *
το
(παλαιοζωολ.) απολιθωμένο γένος θηλαστικών που ανήκει στην ομάδα τών περισσοδακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. palaeotherium (< παλαιο-* + θηρίο). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”